- παραισιος
- παραίσιοςπαρ-αίσιος2предвещающий дурное, зловещий, неблагоприятный
(σήματα Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σήματα Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραίσιος — ον, Α (επικ. τ.) αυτός που είναι φορέας κακών οιωνών, δυσοίωνος («ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε παραίσια σήματα φαίνων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από την φρ. παρά τήν αἴσαν + επίθημα ιος] … Dictionary of Greek
παραίσια — παραίσιος of ill omen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίσιος — ια, ιο (Α αἴσιος, ία, ιον) αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ευνοϊκός, ευοίωνος (κυρίως για οιωνούς) νεοελλ. (για καταστάσεις) ευτυχής, χαρούμενος αρχ. κατάλληλος, ταιριαστός, δίκαιος, σωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσα βλ. λ.. ΠΑΡ. αρχ. αἰσιοῦμαι. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek